πόρνευσις
English (LSJ)
-εως, ἡ, = πόρνευμα (prostitution), Secund. Sent. 14.
Greek Monolingual
-εύσεως, ἡ, Α πορνεύω
η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία.
-εως, ἡ, = πόρνευμα (prostitution), Secund. Sent. 14.
-εύσεως, ἡ, Α πορνεύω
η εκπόρνευση, η έκδοση σε πορνεία.