καρποποιητικός

Revision as of 13:15, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

English (LSJ)

later for καρποποιός.

Greek Monolingual

καρποποιητικός, -όν (Μ)
καρποποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιητικός (< ποιητής), πρβλ. ενοχο-ποιητικός, πιστο-ποιητικός.