καρποποιητικός
English (LSJ)
later for καρποποιός.
Greek Monolingual
καρποποιητικός, -όν (Μ)
καρποποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιητικός (< ποιητής), πρβλ. ενοχο-ποιητικός, πιστο-ποιητικός.
later for καρποποιός.
καρποποιητικός, -όν (Μ)
καρποποιός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -ποιητικός (< ποιητής), πρβλ. ενοχο-ποιητικός, πιστο-ποιητικός.