αἰχματάς
From LSJ
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
English (LSJ)
Doric for αἰχμητής.
English (Slater)
αἰχμᾱτάς spearsman, warring, warrior ἀνδράσιν αἰχματαῖσι (O. 6.86) στρατὸν ἀκρόσοφόν τε καὶ αἰχματὰν (O. 11.19) Ἰάσονος αἰχματᾶο (P. 4.12) ἐκ δὲ Κρόνου καὶ Ζηνὸς ἥρωας αἰχματὰς φυτευθέντας Αἰακίδας (N. 5.7) αὐτοῦ θυμὸν αἰχματὰν (N. 9.37) Παιόνων αἰχματᾶν[ Πα. 2. 62. met., καὶ τὸν αἰχματὰν κεραυνὸν σβεννύεις (P. 1.5)
Russian (Dvoretsky)
αἰχμᾱτάς: дор. = αἰχμητής I.