λευκόθριξ

Revision as of 21:38, 1 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")

English (LSJ)

-τριχος, ὁ, ἡ, white-haired, white, λευκότριχα κριόν Ar. Av. 971; λευκοτρίχων πλοκάμων E. Ba. 112 (lyr.); λευκότριχες ἵπποι Call. Cer. 121; τῶν λευκοτρίχων Arist. GA 786a24; λευκότριχα πρόβατα Str. 16.4.26.

German (Pape)

[Seite 34] -τριχος, weißhaarig; πλόκαμοι Eur. Bacch. 112; κριός, weißwollig, Ar. Av. 971, wie πρόβατα Strab. XVI, 784; auch ἵππος, Callim. Cer. 120.

French (Bailly abrégé)

ότριχος (ὁ, ἡ)
1 à cheveux blancs;
2 p. anal. à crinière blanche ; à toison blanche.
Étymologie: λευκός, θρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

λευκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ, ἢ λευκότριχος, ον, ἔχων λευκὰς τρίχας, «ἀσπρομάλλης», λευκότριχα κριὸν Ἀριστοφ. Ὄρν. 971· λευκοτρίχων πλοκάμων Εὐρ. Βάκχ. 112· -τριχες ἵπποι Καλλ. εἰς Δημ. 112· τῶν λευκοτρίχων Ἀριστ. π. Ζ. Γενέσεως 5. 6, 9· λευκότριχα πρόβατα Στράβ. 784.

Greek Monolingual

ο, η (AM λευκόθριξ, -τριχος)
βλ. λευκότριχος.

Greek Monotonic

λευκόθριξ: -τρῐχος, ὁ, ἡ ή λευκότρῐχος, -ον, αυτός που έχει λευκές τρίχες, ασπρομάλλης, σε Ευρ., Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

λευκόθριξ: τρῐχος adj. белорунный, белый (πλόκαμοι Eur.; κριός Arph.).

Middle Liddell

λευκό-θριξ, τρῖχος, ὁ, ἡ,
λευκότρῐχος, ον, white-haired, white, Eur., Ar.