ἀγαθουργέω

Revision as of 17:18, 4 February 2022 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, v. ἀγαθοεργέω.

German (Pape)

[Seite 6] gut, recht handeln, Sp. auch wohlthun, s. ἀγαθοεργέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀγαθουργέω: -ουργία· συνῃρ. ἐκ τοῦ ἀγαθοεργ-.

English (Abbott-Smith)

Greek Monotonic

ἀγαθουργέω: ἀγαθουργία, ἀγαθουργός, συνηρ. από το ἀγαθοεργ-.