ἀταρπιτός

Revision as of 09:09, 6 February 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἀταρπός, Ion. for ἀτραπιτός (qq.v.).

German (Pape)

[Seite 384] ἡ, ion. = ἀτραπιτός, Il. 18, 565 Od. 17, 284 u. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἀταρπῐτός: ἀταρπός, Ἰων. ἀντὶ ἀτραπιτός, ἀτραπός.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ἡ) :
c. ἀτραπιτός.

English (Autenrieth)

(ἀταρπός): path, Il. 18.565 and Od. 17.234.

Spanish (DGE)

v. ἀτραρπιτός.

Greek Monotonic

ἀταρπῐτός: ἀταρπός, Ιων. αντί ἀτραπιτός, ἀτραπός.

Frisk Etymological English

ἀταρπός See also: ἀτραπός, ἀτραπιτός.

Frisk Etymology German

ἀταρπιτός: ἀταρπός
{atarpitós}
See also: s. ἀτραπός, ἀτραπιτός.
Page 1,176