cataract
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. and V. καταρράκτης, ὁ, χειμάρρους, ὁ, V. ῥεῖθρον χείμαρρον, τό, καταβασμός, ὁ, καταβαθμός, ὁ.
P. and V. καταρράκτης, ὁ, χειμάρρους, ὁ, V. ῥεῖθρον χείμαρρον, τό, καταβασμός, ὁ, καταβαθμός, ὁ.