κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung
-άω, Μμοιάζω με χοίρο («τοὺς δυσόδμους βορβόρους τοῦ χοιριῶντος τοῦδε καὶ κοπροφάγου», Τζέτζ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < χοῖρος + κατάλ. -ιῶ (πρβλ. λεοντ-ιῶ)].