κριοκοπώ

From LSJ
Revision as of 14:00, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

λύχνον μεθ' ἡμέραν ἅψας περιῄει λέγων ἄνθρωπον ζητῶ → he lit a lamp in broad daylight and said, as he went about, I am looking for a man

Source

Greek Monolingual

κριοκοπῶ, -έω (Α)
μάχομαι με πολιορκητικό κριό («τοὺς δὲ λοιποὺς πάντας ἅμα κριοκοπεῖν ἐνεχείρησαν», Πολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κριός + -κοπῶ (< -κόπος < κόπτω), πρβλ. δημο-κοπώ, χρεω-κοπώ].