θυηπολώ

From LSJ
Revision as of 09:30, 13 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "εῑ" to "εῖ")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

αἰψηρὸς δὲ κόρος κρυεροῖο γόοιο (Odyssey 4.103) → satiety in grief comes soon

Source

Greek Monolingual

θυηπολῶ, -έω (Α) θυηπόλος
1. ασχολούμαι με θυσίες, είμαι θυηπόλος
2. (μτθ.) θυσιάζω κάτιγέρας βρότειον τῷ Κρόνῳ θυηπολεῖν», Σοφ.
3. παθ. θυηπολούμαι
γεμίζω από θυσίες, είμαι γεμάτος από προσφορές θυσιών («θυηπολεῖται δ' ἄστυ μάντεων ὕπο» — η πόλη είναι γεμάτη θυσίες από τους μάντεις, Ευρ.).