κιθαρωδός

From LSJ
Revision as of 13:25, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")

τὴν ἐρημίαν τῶν κωλυσόντων ὁρῶνseeing that there would be none to hinder him

Source

Greek Monolingual

ό, ἡ (Α κιθαρωδός, ὁ, ἡ, ποιητ. τ. κιθαραοιδός, θηλ. και κιθαρωδίστρια)
αυτός που παίζει κιθάρα και ταυτοχρόνως τραγουδά («ὡς κιθαρῳδῶν κιθαριζόντων ἐν ταῖς κιθάραις αὐτῶν», ΚΔ)
αρχ.
είδος ψαριού της Ερυθράς Θάλασσας, κίθαρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κιθάρα + -ῳδός (< ωδή), πρβλ. λυρ-ωδός, χορ-ωδός].