ἀβλαβία
From LSJ
πλὴν τῆς τεκούσης θῆλυ πᾶν μισῶ γένος → except for the one that gave birth to me, I hate the entire genus of women
English (LSJ)
ἡ, poet. for ἀβλάβεια 11, ἀβλαβίῃσι νόοιο h.Merc.393; Ἀβλαβίαι personified, SIG1014.67 (Erythrae); sg. in later Prose, Phld.Piet.28.
Greek (Liddell-Scott)
ἀβλᾰβία: ἡ, ποιητ. ἀντὶ ἀβλάβεια· ἀβλαβίῃσι νόοιο· ὑμ. Ὁμηρ. εἰς Ἑρμ. 393.
Spanish (DGE)
(ἀβλᾰβία) -ας, ἡ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 falta de intención de dañar, benignidad ἐπ' ἀβλαβίῃσι νόοιο sin dobleces de pensamiento, h.Merc.393, de los dioses para con los hombres, Phld.Piet.2051, personif. euf. de las Erinis Ἀβλαβίαι IEryth.201a.34 (III a.C.).
2 seguridad, ausencia de daño ὑπὲρ εὐκαρπίας καὶ ἀβλαβίας τῶν καρπῶν Hell.9.63 n.4 (Cízico I d.C.), cf. ἀβλάβεια, ἀβλοπία.
Greek Monotonic
ἀβλᾰβία: ἡ, Επικ. αντί ἀβλάβεια, σε Ομηρ. Ύμν.