δενδρύλλιο

From LSJ
Revision as of 12:28, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

εἰς δὲ θεοὺς ἀσεβείας τε καὶ εὐσεβείας καὶ γονέας καὶ αὐτόχειρος φόνου μείζους ἔτι τοὺς μισθοὺς διηγεῖτο → and he had still greater requitals to tell of piety and impiety towards the gods and parents and of self-slaughter

Source

Greek Monolingual

το
δεντράκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + (υποκοριστική κατάλ.) -ύλλιο (δενδρύλλιον) (πρβλ. αλσύλλιο, δασύλλιο). Η λ. μαρτυρείται από το 1835 στο Λεξικό Νεοελληνικής Διαλέκτου του Σκαρλάτου Βυζαντίου].