accomplice
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
subs.
P. and V. συνεργός, ὁ or ἡ, συναίτιος, ὁ or ἡ, κοινωνός, ὁ or ἡ, συλλήπτωρ, ὁ, μέτοχος, ὁ or ἡ, V. συνεργάτης, ὁ, συνεργάτις, ἡ.
The part of an accomplice: V. τὸ συνδρῶν χρέος (Eur., And. 337).