εφτάχορδος
From LSJ
οὗτος ἐγὼ ταχυτᾶτι· χεῖρες δὲ καὶ ἦτορ ἴσο → this is my speed: my hands and heart are its equal, such am I for speed; my hands and heart are just as good
Greek Monolingual
-η, -ο
επτάχορδος, με επτά χορδές.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφτα- + -χορδος (< χορ-δή), πρβλ. έγχορδος, μονόχορδος].