θρηνολόγος
From LSJ
Ῥᾳθυμίας περίφευγε (γὰρ φεῦγε) καὶ κακοὺς φίλους → Malos amicos et levitatem omnem fuge → Die schlechten Freunde meide und Vergnügungssucht
Greek Monolingual
-ο
αυτός που θρηνολογεί, ο μοιρολογητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λογος < λόγος (πρβλ. ακριβολόγος, γενεαλόγος)].