θρηνολόγος
From LSJ
ἑὰν δὲ προσποιούμενος ᾗ τὰ μαθήματά πως ἀπείρως προβάλλων, οὐκ ἔστιν αἰτίας ἔξω → But should one profess knowledge as he puts forward something in an inexperienced way, he is not without blame (Pappus 3.1.30.31f.)
Greek Monolingual
-ο
αυτός που θρηνολογεί, ο μοιρολογητής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρήνος + -λογος < λόγος (πρβλ. ακριβολόγος, γενεαλόγος)].