τὸ κοῖλον τοῦ ποδὸς δεῖξαι → show the heels, show a clean pair of heels, show the hollow of the foot, run away
θυμόκλωστος, -ον (Μ)
κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύκλωστος, λινόκλωστος].