πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge
θυμόκλωστος, -ον (Μ)κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύκλωστος, λινόκλωστος].