θυμόκλωστος

From LSJ

πάντες ἄνθρωποι τοῦ εἰδέναι ὀρέγονται φύσει → all men naturally desire knowledge

Source

Greek Monolingual

θυμόκλωστος, -ον (Μ)
κλωσμένος με αγάπη, τυλιγμένος με αγάπη, με την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + -κλωστος (< κλώθω), πρβλ. εύκλωστος, λινόκλωστος].