κάναβη

From LSJ
Revision as of 08:22, 28 October 2021 by Spiros (talk | contribs)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Νικᾷ γὰρ αἰεὶ διαβολὴ τὰ κρείττονα → Calumniae mos vincere id, quod rectius → Verleumdung siegt stets über das, was besser ist

Menander, Monostichoi, 376

Greek Monolingual

και κάνναβη και κάναβις, κάνναβις η, σπαν. το (AM κάναβις και κάνναβις, -εως)
1. βοτ. γένος φυτών της οικογένειας κανναβινίδες, καναβινίδες με ένα μόνο είδος
2. συνεκδ. η κλωστική ύλη που παράγεται από την κάνναβη/κάναβη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για δάνεια λ., σκυθικής μάλλον ή θρακικής προελεύσεως, χωρίς να αποκλείεται και μεσοποταμιακή καταγωγή της (πρβλ. σουμερ. kunibu «κάνναβις»). Το λατ. cannabis είναι δάνειο από την Ελληνική].