κάφτρα

Revision as of 18:05, 23 August 2021 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

και καύτρα, η
1. η αναμμένη άκρη του τσιγάρου
2. η απανθρακωμένη άκρη του φιτιλιού
3. στάχτη που δεν είναι τελείως σβησμένη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάφ- (πρβλ. κάφτω) + κατάλ. -τρα (πρβλ. άφτρα, κόφτρα). Ο τ. καύτρα < θ. καυ- (πρβλ. καύ-σω, μέλλ. του καίω) + κατάλ. -τρα].