κάφτω

From LSJ

κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster

Source

Greek Monolingual

καίω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αόρ. έκαψα του καίω (κατά το σχήμα έραψα: ράφτω, έσκαψα: σκάφτω].