κομματούλι
From LSJ
Greek Monolingual
και κομματσούλι, το (Μ κομματούλι και κομματσούλι)
μικρό κομμάτι, κομματάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κομμάτι + υποκορ. κατάλ. -ούλι (πρβλ. περιοδικούλι, χερούλι). Ο τ. κομματσούλι σχηματίστηκε με τσιτακισμό (τροπή του -τ- και -κ- σε -τσ-)].