κοραλλιόσχημος
From LSJ
Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που έχει σχήμα κοραλλιού, κοραλλιοειδής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοράλλιον + -σχημος (< σχήμα), πρβλ. παπυρόσχημος, πεταλόσχημος].