κωλυσιδρομία
From LSJ
Λαβὼν ἀπόδος, ἄνθρωπε, καὶ λήψῃ πάλιν → Capias ut iterum, redde, quod iam ceperis → Du nimmst; gib, Mensch, zurück, damit du wieder nimmst
Greek Monolingual
η
δρόμος μετ' εμποδίων, φυσικών ή τεχνητών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κωλυσ- του κωλύω (πρβλ. κώλυσ-ις) + -δρομία (< -δρομος < δρόμος), πρβλ. παγοδρομία, σκυταλοδρομία. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος.