σκυταλοδρομία

From LSJ

μέγα πνεῦμα καὶ πολλὴν θάλασσαν → strong wind and high waves

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. ομαδικό αγώνισμα στίβου που διεξάγεται σε τέσσερεις συνήθως επιμέρους διαδρομές και κατά το οποίο κάθε επιμέρους διαδρομή διανύεται από διαφορετικό δρομέα καθεμιάς από τις συμμετέχουσες στο αγώνισμα ομάδες, ο οποίος παραδίδει τη σκυτάλη στον επόμενο δρομέα της ομάδας του, που τον περιμένει στο τέρμα της διαδρομής του κ.ο.κ., ώσπου ο τελευταίος να φθάσει στο τελικό τέρμα και να κόψει το νήμα, αγώνισμα που περιλαμβάνεται στο πρόγραμμα τών Ολυμπιακών Αγώνων
2. παρόμοιο αγώνισμα κολύμβησης, αλλά σε μικρότερες αποστάσεις διαδρομών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκυτάλη + -δρομία (< -δρόμος < δρόμος), πρβλ. ιπποδρομία).