μετεωροφανής

Revision as of 04:20, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ές, appearing in the air, Ph.Byz.Mir.6.

German (Pape)

[Seite 160] ές, hoch in der Luft erscheinend, Philo.

Greek (Liddell-Scott)

μετεωροφᾰνής: -ές, ὁ φαινόμενος ἐν τῷ ἀέρι, ὑψηλά, Φίλων Βυζ. π. τῶν ἑπτὰ Θαυμ. 6.

Greek Monolingual

μετεωροφανής, -ές (Α)
αυτός που φαίνεται ψηλά στον αέρα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετέωρος + -φανής (< φαίνω), πρβλ. δημο-φανής, τηλε-φανής].