κεραυνοσκοπία

Revision as of 15:34, 29 October 2021 by Spiros (talk | contribs)

English (LSJ)

ἡ, divination by thunder and lightning, D.S. 5.40.

German (Pape)

[Seite 1423] ἡ, Beobachtung u. Deutung des Donners, D. Sic. 5, 40.

Greek (Liddell-Scott)

κεραυνοσκοπία: ἡ, μαντεία διὰ τῶν ἀστραπῶν καὶ βροντῶν, Διόδ. 5. 40.

Greek Monolingual

κεραυνοσκοπία, ἡ (Α)
μαντεία που γινόταν με παρατήρηση των κεραυνών («τὰ περὶ τὴν κεραυνοσκοπίαν μάλιστα πάντων ἀνθρώπων ἐξειργάσαντο», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεραυνός + -σκοπιά (< -σκόπος < σκοπός < σκέπτομαι), πρβλ. ηπατοσκοπία, οιωνοσκοπία].

Russian (Dvoretsky)

κεραυνοσκοπία: ἡ наблюдение за молниями, т. е. гадание по молниям Diod.