κηρεσσιφόρητος

Revision as of 13:25, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

ον, A urged on by the Κῆρες, ἐξελάαν… κύνας κηρεσσιφορήτους Il.8.527.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
apporté par les génies de la mort.
Étymologie: κήρ, φορέω.

English (Autenrieth)

borne on by their fates to death, Il. 8.527†.

Greek Monolingual

κηρεσσιφόρητος, -ον (Α)
αυτός που φέρνουν οι Κήρεςἐξελάαν ἐνθένδε κύνας κηρεσσιφορήτους», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κήρεσσι, επικ. δοτ. πληθ. του κήρ (I) + -φόρητος (< φορῶ), πρβλ. ναυσιφόρητος, ποταμοφόρητος].

Russian (Dvoretsky)

κηρεσσῐφόρητος: натравленный Керами (κύνες Hom.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κηρεσσιφόρητος -ον [κήρ, φορέω] door de Kères weggenomen.