μοιχοφθόρος
From LSJ
Θεὸς δὲ τοῖς ἀργοῖσιν οὐ παρίσταται → Longe est auxilium numinis ab inertibus → Umsonst erhofft der Träge Beistand sich von Gott
Greek Monolingual
μοιχοφθόρος, -ον (Μ)
μοιχοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.