μοιχοφθόρος
From LSJ
Πένης ὑπάρχων μὴ φρόνει τὰ πλουσίων → In paupertate spiritus fuge divitum → Als Armer pflege nicht der Reichen Denkungsart
Greek Monolingual
μοιχοφθόρος, -ον (Μ)
μοιχοκτόνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοιχός + -φθόρος (< φθείρω), πρβλ. ψυχοφθόρος.