conveniently

From LSJ
Revision as of 09:26, 21 July 2017 by Spiros (talk | contribs) (CSV3)

Λυπεῖ με δοῦλος δεσπότου μεῖζον φρονῶν → Servus molestu'st supra herum sese efferens → Ein Ärgernis: ein Sklave stolzer als sein Herr

Menander, Monostichoi, 323

English > Greek (Woodhouse)

woodhouse 171.jpg

adv.

P. ἐπιτηδείως, συμφόρως, P. and V. προύργου (Eur., I.T. 309).

Befittingly: P. and V. εὐπρεπῶς, συμμέτρως, πρεπόντως, P. προσηκόντως.

Easily: P. and V. ῥᾳδίως, εὐμαρῶς (Plat. but rare P.).

(The island) lies conveniently for the coasting voyage from both Italy and Sicily: P. τῆς τε γὰρ Ἰταλίας και Σικελίας καλῶς παράπλου κεῖται (ἡ νῆσος) (Thuc. 1, 36).