δατύς
From LSJ
Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)
English (LSJ)
A = κουράλλιον; also νύμφη λευκόκηρος, Hsch.
Spanish (DGE)
κουράλλιον. νύμφη λευκόκηρος Hsch. (prob. l. δαγύς q.u.).