διπλασιεπιδιμερής
From LSJ
Ξένος πεφυκὼς τοὺς ξενηδόχους (ξενίζοντας) σέβου → Honorem habe, peregrine, susceptoribus → Als Gast erweise dem, der dich bewirtet, Ehr
English (LSJ)
ές, Nicom. Ar. 1.23, 2⅔ times as great.
Spanish (DGE)
-ές
2⅔ mayor, e.d. de proporción 2⅔ ὁ μὲν η τοῦ γ δ. Nicom.Ar.1.23 (cód.), cf. Iambl.in Nic.50, 51.