ἀηδίζω
From LSJ
τὸ τῶν νικητόρων στρατόπεδον → Victorious Legion
English (LSJ)
A disgust, τὴν γεῦσιν S.E. P.1.92: —Pass., to be disgusted, Anon.in Rh. 194.32; τινι Alex.Aphr. Pr.2.15; ἐπί τινι PLond.1.42 (ii B. C.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀηδίζω: προξενῶ ἀηδίαν· τὴν γεῦσιν, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 92: ― παθ. αἰσθάνομαι ἀηδίαν, Ἐκκλ.