enslavement
From LSJ
Ἰσότητα τίμα, μὴ πλεονέκτει μηδένα → Aequalitatem cole, neque ullum deprimas → Die Gleichheit ehre, keinen übervorteile
English > Greek (Woodhouse)
subs.
P. δούλωσις, ἡ, καταδούλωσις, ἡ, ἀνδραποδισμός, ὁ. Subjugation: P. καταστροφή, ἡ.