καταδούλωσις
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
-εως, ἡ, from καταδουλόω, enslavement, subjugation, Th.3.10, 7.66, Pl.Lg.776d, GDI 1869.7 (Delph.), Mémoires de la mission archéologique de Perse 20.85 (Susa, ii B.C.).
German (Pape)
[Seite 1347] ἡ, das Unterjochen, zum Sklaven Machen, Thuc. 3, 10 Plat. Legg. VI, 776 d u. Folgende.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
asservissement.
Étymologie: καταδουλόω.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
καταδούλωσις -εως, ἡ [καταδουλόω] onderwerping.
Russian (Dvoretsky)
καταδούλωσις: εως ἡ порабощение, покорение Thuc., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
καταδούλωσις: -εως, ἡ, ὑποδούλωσις, ὑποταγή, Θουκ. 3. 10., 7. 66, Πλάτ. Νόμ. 776D.
Greek Monolingual
καταδούλωσις, ἡ (Α) καταδουλώ
υποταγή, υποδούλωση.
Greek Monotonic
καταδούλωσις: -εως, ἡ, υποδούλωση, υποταγή, σε Θουκ.
Lexicon Thucydideum
servitus imponenda, slavery to be imposed, 3.10.3, 5.27.2, 6.76.4. 7.66.2.
Translations
enslavement
Azerbaijani: kölələşdirilmə; Bulgarian: поробване; Catalan: esclavització; Chinese Mandarin: 奴役; Czech: zotročení; Finnish: orjuutus; French: asservissement, esclavage; German: Versklavung; Greek: υποδούλωση, σκλαβιά, σκλάβωμα; Ancient Greek: ἀνδραποδισμός, δουλαγωγία, δούλωσις, ἐξανδραπόδισις, ἐξανδραποδισμός, καταδουλισμός, καταδούλωσις, ὑποζυγή; Kalmyk: бөгллһн; Maori: ponongatanga, whakapononga, whakarōrā, whakaponongatanga; Polish: zniewolenie; Russian: порабощение; Spanish: esclavización; Swedish: förslavning; Ukrainian: поневолювання, поневолення