κυοφορέω

Revision as of 13:11, 20 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")

English (LSJ)

A to be with young, be pregnant, Hp.Nat.Mul.12 (v.l.), LXX Ec.11.5; ἔκ τινος by... Luc.DDeor.1.2; of the earth, Ph.1.9: metaph., ib.130: c. acc., τινα with or of... ib.251, Hld.10.18: metaph., ἡ διάνοια κ. πολλά Ph.1.183:—Pass., D.S.1.7; βρέφος κυοφορηθέν Artem.4.67, cf. 84, Porph.Marc.32, Phlp.in AP0.280.17.

German (Pape)

[Seite 1534] die Leibesfrucht tragen, schwanger gehen; Hippocr. u. Sp; ἔκ τινος, Luc. D. D. 1, 2; τινά, Hel. 10, 18; im pass., βρέφος συλληφθὲν καὶ κυοφορηθέν, Artemid. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

κυοφορέω: ἐγκυμονῶ, Ἱππ. 567. 12, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 1. 2· ἔκ τινος... ὁ αὐτ.· τινά… Ἡλιόδ. 10. 18· μεταφορ., ἡ διάνοια κ. πολλὰ Φίλων 1. 183. ― Παθ., βρέφος κυοποιηθὲν Ἀρτεμίδ. 4. 67, πρβλ. 84.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
être enceinte ou pleine.
Étymologie: κύος, φέρω.

Greek Monotonic

κυοφορέω: (κύω, φέρω), είμαι έγκυος, σε Λουκ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυοφορέω [κύω, φέρω] zwanger zijn.

Russian (Dvoretsky)

κυοφορέω: быть беременной (ἔκ τινος Luc.).

Middle Liddell

κυο-φορέω, [κύω, φέρω
to be pregnant, Luc.