ἐμφυτευτικάριος

Revision as of 21:04, 27 April 2022 by Spiros (talk | contribs)

Greek Monolingual

ο (Μ ἐμφυτευτικάριος), καλλιεργητής αγροτικού κτήματος με μακροχρόνια μίσθωση.