εἰς τὴν ἀγορὰν χειροτονεῖτε τοὺς ταξιάρχους καὶ τοὺς φυλάρχους, οὐκ ἐπὶ τὸν πόλεμον → you elect taxiarchs and phylarchs for the marketplace not for war
γυιοῦχος, -ον (Α)
αυτός που δεσμεύει τα μέλη του σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῑα (πρβλ. γυῖον) + -ουχος < έχω).