ῥύπος γυνὴ πέφυκεν ἠργυρωμένος → woman is silver-plated dirt, woman is dirt covered with silver
γυιοῦχος, -ον (Α)αυτός που δεσμεύει τα μέλη του σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < γυῖα (πρβλ. γυῖον) + -ουχος < έχω).