Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

επονομάζω

From LSJ
Revision as of 14:30, 6 February 2024 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Quibus enim nihil est in ipsis opis ad bene beateque vivendum → Every age is burdensome to those who have no means of living well and happily

Cicero, de Senectute

Greek Monolingual

(AM ἐπονομάζω)
δίνω νέο, επί πλέον όνομα σε κάτι ή κάποιον («ο Γρηγόριος Δικαίος, ο επονομαζόμενος Παπαφλέσσας» β. «καὶ ἡ χώρα ἀπὸ Ἰταλοῦ, βασιλέως τινὸς Σικελῶν... Ἰταλία ἐπωνομάσθη», Θουκ.)
αρχ.
1. δίνω όνομα, προσδιορισμό («ἀφνειὸν γὰρ ἐπωνόμασαν τὸ χωρίον», Θουκ.)
2. αναφέρω, («καὶ γὰρ ἀγείρειν σφι τὰς γυναῖκας ἐπονομαζούσας τὰ οὐνόματα ἐν τῷ ὕμνῳ», Ηρόδ.)
3. εκφωνώ το όνομα κάποιου στο παιγνίδι του «κοττάβου».