εκφωνώ

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501

Greek Monolingual

(-έω) (AM ἐκφωνῶ)
νεοελλ.
απαγγέλλω δυνατά, διαβάζω μεγαλόφωνα
«εκφωνώ λόγο», «εκφωνώ τα ονόματα τών μαρτύρων»
αρχ.-μσν.
1. κραυγάζω2. λέγω, αποφαίνομαι
3. προφέρω, απαγγέλλω
4. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με κήρυκα
5. μνημονεύω ρητά, κάνω μνεία
6. καθορίζω («εἰ μὴ ἐκφωνήσω χρόνον»).