Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts
subs.
P. κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό. Be an impediment to: Ar. and P. ἐμπόδιος εἶναι (dat.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.).