impediment
From LSJ
English > Greek (Woodhouse)
substantive
P. κώλυμα, τό, διακώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό, ἐναντίωμα, τό.
be an impediment to: Ar. and P. ἐμπόδιος εἶναι (dat.), P. and V. ἐμποδὼν εἶναι (dat.), ἐμποδὼν γίγνομαι, ἐμποδὼν γίγνεσθαι (dat.).