τῶν ἁλῶν συγκατεδηδοκέναι μέδιμνον → have eaten a bushel of salt together
adj.
P. and V. ἀναιδής, ἀναίσχυντος, θρασύς, P. ὑβριστικός. Very impudent: P. ὑπεραναίσχυντος.