ψυχῶν σοφῶν φροντιστήριον → thought-shop of wise souls
αυλητής, ο (θηλ. αυλητρίδα, η) (Α αὐλητής και αὐλητήρ, θηλ. αὐλήτρια και αὐλητρίς, [-ίδος], η) αυλός1. αυτός που παίζει επαγγελματικά αυλό2. «αὐλητὴς ὑπονόμων» — υγειονομικός μηχανικός.