ἱλάριος, ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) ιλαρόςαυτός που χαρακτηρίζεται από ιλαρότητα, ο χαρμόσυνος («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)αρχ.(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἱλάριαχαρούμενες γιορτές προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων και κυρίως της Κυβέλης.