Ἱλάρια

From LSJ

εὐάγωγόν ἐστι πᾶς ἀνὴρ ἐρῶν → every man in love is compliant

Source

Greek Monolingual

ἱλάριος, ἱλαρία, ἱλάριον (ΑΜ) ιλαρός
αυτός που χαρακτηρίζεται από ιλαρότητα, ο χαρμόσυνος («τὰς ἱλαρίας ἡμέρας»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ Ἱλάρια
χαρούμενες γιορτές προς τιμήν διαφόρων θεοτήτων και κυρίως της Κυβέλης.