χαρμόσυνος
Oἱ δὲ Ἀθηναῖοι ἦσαν ἐν μεγάλῳ κινδύνῳ... (adaptation of Herodotus 6.105) → The Athenians were in great danger...
English (LSJ)
η, ον, joyful, glad, χαρμόσυνα ποιέειν = hold a festival of thanksgiving, Hdt.3.27, cf. Plu.2.362d, Sch.E.Hec.916; χαρμόσυνα ἐκφωνεῖν Onos.23 tit.
German (Pape)
[Seite 1339] fröhlich, freudig, erfreulich, angenehm; χαρμόσυνα ποιεῖσθαί τινα, Etwas als Gegenstand der Freude betrachten, Her. 3, 27; τὰ χαρμόσυνα, sc. ἱερά, Freudenfest, Plut. de Is. et Osir. 29; Hesych.
French (Bailly abrégé)
η, ον :
1 qui réjouit, qui est un sujet de joie;
2 qui exprime la joie ; τὰ χαρμόσυνα (ἱερά) PLUT fête de réjouissance.
Étymologie: χαίρω.
Russian (Dvoretsky)
χαρμόσῠνος: радостный: χαρμόσυνον ποιέειν τι Her. радостно справлять что-л. - см. тж. χαρμόσυνα.
Greek (Liddell-Scott)
χαρμόσυνος: -ον, πλήρης χαρᾶς, χαρμόσυνα ποιεῖν Ἡρόδ. 3. 27· ἔνθα ὁ Schweigh. προτείνει ὡς ὑπονοούμ. τὸ ἱρά, δηλ. ἱερά, πρβλ. Πλούτ. 2. 362D.
Greek Monolingual
-η, -ο / χαρμόσυνος, -ύνη, -ον, ΝΜΑ, θηλ. και -ος ΜΑ
αυτός που ενέχει ή που προκαλεί χαρά (α. «χαρμόσυνη είδηση» β. «κροτεῖν λαμπρὸν καὶ χαρμόσυνον», Γρηγ
Ναζ.)
αρχ.
(το ουδ. στον πληθ. ως ουσ.) τὰ χαρμόσυνα
(ενν. ἱερά) γιορτή χαράς
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο χαρμόσυνος
ζωολ. παλαιότερη ονομασία γένους πτηνών.
επίρρ...
χαρμοσύνως και χαρμόσυνα Ν
κατά τρόπο χαρμόσυνο, με χαρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χαρ- του χαίρω + κατάλ. -συνος μέσω ενός τ. χάρμων (πρβλ. μνημόσυνος: μνήμων). Το επίθ. χαρμόσυνος είναι αρχαιότερο του θηλ. χαρμοσύνη.
Greek Monotonic
χαρμόσυνος: -η, -ον (χαίρω), χαρωπός, χαρούμενος, χαρμόσυνα ποιεῖν, δημιουργώ χαρούμενα πράγματα, σε Ηρόδ.
Middle Liddell
χαρμόσυνος, η, ον χαίρω
joyful, glad: χαρμόσυνα ποιεῖν to make rejoicings, Hdt.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό χαίρω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.